Αν και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε εδώ και κάποιες μέρες την ανηφόρα του κορονοϊού (SARS–CoV-2) και έχουμε μπροστά δύο μήνες εξαιρετικά δύσκολους, είναι σίγουρο ότι μετά θα έρθει η ανακούφιση. Διότι ήδη, και παρά τα όποια παραστρατήματα, έχουμε δείξει ως Έλληνες κι Ελληνίδες την απαραίτητη ψυχραιμία, έχουμε αποδείξει την κοινωνική αλληλεγγύη μας -αφού η συντριπτική πλειοψηφία λειτουργεί υπέρ του κοινωνικού συνόλου με το βλέμμα στις ευπαθείς ομάδες- και δείχνουμε όλοι (πολίτες, κόμματα, θεσμοί) την απαραίτητη εθνική ομοψυχία.
Είμαστε, όμως, ταυτόχρονα απέναντι στην τρίτη κατά σειρά μεγάλη οικονομική πρόκληση της τελευταίας δεκαετίας. Από το Καστελόριζο του κ. Γεωργίου Παπανδρέου και το ΔΝΤ το 2010, στον έλεγχο Κεφαλαίων και τις τραπεζικές αργίες του κ. Αλέξη Τσίπρα το 2015, στον SARS–CoV-2 και τις αδιαμφισβήτητες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Κι είναι η μεγαλύτερη πρόσκληση της ζωής μας διότι μας βρίσκει σε μια πραγματικά αποδυναμωμένη στιγμή. Χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς εμπιστοσύνη, αλλαγή νοοτροπίας και υιοθέτηση ρηξικέλευθων ιδεών. Αλλά διανύουμε μια εποχή όπου σχεδόν 7 στους 10 Έλληνες, με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση. Οι πολίτες βρισκόμαστε στη χειρότερη οικονομική στιγμή, αποδεκατισμένοι από τις θυσίες που κάναμε τα τελευταία δέκα χρόνια.
Είναι, όμως, η μεγάλη ευκαιρία, μέσα από την μεγαλύτερη κρίση, ή αν προτιμάτε την τρίτη κρίση και φαρμακερή. Μπορεί να ακουστεί παράξενο ή και παράδοξο, αλλά η επιλογή που έκαναν οι Ευρωπαίοι, και στη συνέχεια κι εμείς ως Έλληνες το 2015, ήταν η συνέχεια της λειτουργίας της οικονομίας με γνώμονα το Κράτος και τις παγιωμένες συμπεριφορές του στην εποχή του καπιταλισμού κι όχι η διατήρηση της ευημερίας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων μιας αναπτυγμένης χώρας. Ήταν ξεκάθαρο ότι οι αντοχές των πολιτών της Ελλάδας έδωσαν παράταση με συγκεκριμένα δεδομένα. Μια οικονομία η οποία μαστιζόταν από το σύνδρομο του σαλιγκαριού κι η οποία, βασανιστικά αργά, προχωρούσε δημιουργώντας ταξικές ανισότητες και αφήνοντας μεγάλα κενά. Οι εκλογές του Ιουλίου 2019 έφεραν μια νέα κυβέρνηση. Εκείνη άλλαξε εμφανώς την ψυχολογία δίνοντας πολύτιμες ανάσες ελπίδας, αλλά είτε δεν πρόλαβε, είτε δεν μπόρεσε να δημιουργήσει εκείνο το ποιοτικό άλμα που θα έδινε μια νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία. Κι η κρίση του SARS–CoV-2, όσον κι αν θέλουμε να την αποφύγουμε, δημιουργεί μια νέα τεράστια οικονομική κρίση.