Η εικόνα της πολιτικής ζωής του τόπου σήμερα εκτιμώ ότι έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:
- Η κυβέρνηση ζει τις τελευταίες ημέρες ενός παρατεταμένου μήνα του μέλιτος, ο οποίος (α) λόγω άμεσων κινήσεων της κυβέρνησης κατά τις πρώτες σαράντα μέρες διακυβέρνησης (β) λόγω του γεγονότος ότι υπήρξε μια μακρά προεκλογική περίοδος δύο αναμετρήσεων που κούρασε τους πολίτες (γ) λόγω της θερινής ραστώνης, ήταν πιο μακρόχρονη απ’ ότι αναμένετο. Δείχνει μια ουσιαστική εικόνα πολιτικής κυριαρχίας κι οι όποιες αντίθετες κραυγές ή φωνές κριτικής μοιάζουν περισσότερο να πηγάζουν από προσωπικά κριτήρια παρά αποτελούν δημιουργικές φωνές διαφορετικών προσεγγίσεων. Ωστόσο θα ήταν παράλειψη να μην σημειώσει κανείς ότι ενώ η κυβέρνηση και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας φαίνονται πανίσχυρα οι αντίστοιχες επιδόσεις της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη υψηλότερες τον Μάρτιο του 2015. Tην ίδια ώρα τα πολλά και δύσκολα θέματα είναι μπροστά μας στο χρόνο.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του βρίσκεται σε ακόμη χειρότερο δρόμο απ’ όσο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Θα ήταν λογικό να υπήρχε μια διαδικασία εύρεσης ισορροπιών και διαμόρφωσης της επόμενης ημέρας σε συνθήκες αντικειμενικών δεδομένων, ωστόσο δεν φαίνεται να μπορεί να απεμπλακεί από τη νοοτροπία «σοβιετικής προπαγάνδας» η οποία χαρακτήριζε την πορεία του. Έτσι περιορίζεται στην προσωπικότητα του αρχηγού ο οποίος, όμως, ακόμα έχει σημαντικά σημάδια ψυχικής κόπωσης. Η έννοια της αυτοκριτικής δεν γίνεται δημοσίως γεγονός που δυσχεραίνει το θέμα αντιμετώπισης του μέγιστου προβλήματος που είχε κι έχει ο κ. Αλέξης Τσίπρας κι ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι η σμίκρυνση του ευήκοου προς τις σκέψεις τους κοινού.
- Στα υπόλοιπα κόμματα, το ΚΙΝΑΛ παρότι φαινόταν στην αρχή να μπαίνει σε περιπέτειες διαμόρφωσης της σύγχρονης προσωπικότητάς του, μοιάζει να μπορεί να διαχειριστεί προς όφελος του το θέμα χρόνου, το ΚΚΕ έχει μια δική του πολιτική σταθερά, η ΜΕΡΑ25 του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη έχει τα ανάλογα σκαμπανεβάσματα της συμπεριφοράς του Επικεφαλής της, ενώ το κόμμα του κ. Βελόπουλου παραμένει ένας άγνωστος παράγοντας επιρροής σίγουρης ωστόσο μερικής πολιτικής απασχόλησης.
Παρότι όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο μια καταγραφή, έχουν μια κοινή συνισταμένη. Όλα τείνουν ότι κανένα κόμμα δεν λειτουργεί με βάση τη ζώσα κοινωνική πραγματικότητα και κανένα κόμμα δεν την υπηρετεί επικοινωνιακά. Η ανάγκη του πολιτικού συστήματος να (απο)δείξει ότι η κρίση είναι πίσω μας και δεν αγγίζει τη σημερινή κατάσταση, παρότι έχει ψυχολογικά και οικονομικά ορθά κριτήρια, εντούτοις γίνεται με μια διαδικασία πολιτικού αυτοματισμού. Και προκαλεί εντύπωση ότι στο σύνολο του το πολιτικό σύστημα την υπηρετεί.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι οι πολίτες να αισθάνονται ανίσχυροι στα κελεύσματα των οικονομικών θεσμών και η έννοια του φόβου να διαιωνίζεται παρά να μειώνεται. Οι πληρωμές των φόρων δεν γίνονται λόγω της (συν)αίσθησης εθνικού καθήκοντος, αλλά λόγω της φοβικής αντίληψης που ξεκίνησε το 2011 (στην απαρχή της αντίληψης του εύρους της Κρίσης) και συνεχίζεται σήμερα πολλά χρόνια μετά. Η περιβόητη νοοτροπία μοιάζει να μην έχει αλλάξει, αλλά να παραμένει βυθισμένη στο ποτάμι της αμφιβολίας και της ανησυχίας.
Αυτή η έλλειψη εθνικού στόχου, η έλλειψη τακτικής επικοινωνίας με τους πολίτες, η έλλειψη παρουσίασης μιας εθνικής γραμμής τέμνει οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Ταυτόχρονα η πιπίλα μιας αντικειμενικά ορθής τεχνολογικής επανάστασης (η ψηφιακή ανάπτυξη της Πολιτείας) που βρίσκει παντού μιμητές (από τον e-κράτος μέχρι τον e-ΣΥΡΙΖΑ) χάνει την ουσία της όταν δεν παρουσιάζεται ως μέρος μιας νέας εθνικής πορείας.
Εκεί φυσικά έχει σήμερα την πρωτοβουλία η σημερινή κυβέρνηση. Κι εκεί θα πρέπει να έχει ως πρωταρχικό επικοινωνιακό της στόχο πως θα κάνει κοινωνό -αλλά και συνέταιρο- τον πολίτη στην προσπάθειά της. Διαφορετικά μια περίοδος που ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς μπορεί να καταλήξει σε μια εθνική απογοήτευση. Η οποία δεν θα είναι σε κανένα σημείο κομματική αλλά θα είναι ουσιαστική. Οι πολίτες έδειξαν και το 2015 και το 2019 ότι θέλουν πολιτική αλλαγή. Δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να τους απογοητεύσει.