Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαβάζει κανείς ορισμένα κείμενα – θαύματα. Πολλές φορές πιο ανθρώπινα και πιο ρεαλιστικά από εκείνα των “διαμορφωτών” κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα, στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και τις εφημερίδες διακρίνει κανείς πολλαπλά αισθήματα, από την αγωνία της στιγμής μέχρι το άγχος της αυριανής μέρας.
Θεωρώ ότι θα έπρεπε να ήταν η ιστορία που θα μας δίδασκε και το άμεσο παρελθόν που θα μας οδηγούσε. Κι αν όντως είμαστε στη φάση της μακαριότητας –επειδή δεν έχουμε πάμπολλους νεκρούς- αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να σκεφτούμε την επόμενη ημέρα.
Από την άλλη, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και την ώρα που όλοι επικαλούμαστε την ομόνοια και την ομοψυχία, δεν σταματάει το μυαλό μου να πηγαίνει ένα βήμα πίσω. Πριν από πέντε περίπου χρόνια. Και να μου έχει καρφωθεί το ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν η κρίση του κορωνοϊού είχε γίνει τότε, το 2015;
Τότε που το μένος των μνημονιακών εναντίον των αντιμνημονιακών και αντίστροφα σκέπαζε κάθε άλλη φωνή, που η ακολουθία της πλατείας καθήλωνε την πρακτική λογική της σκέψης.
Είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα ότι το 2015 χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα και τους πολίτες της. Με σχεδόν εμμονική διάσταση εκτιμώ ότι συρθήκαμε σε μια συνέχιση της ζωής μας χωρίς να εκμεταλλευτούμε το μοναδικό, στην παγκόσμια ιστορία, φαινόμενο για την οικονομία με το κλείσιμο των τραπεζών για τρεις εβδομάδες και τον έλεγχο κεφαλαίων. Κοσμοϊστορικά γεγονότα στην ιστορία του τραπεζικού συστήματος και τη σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού. Τα οποία, όμως, δεν μας άγγιξαν.
Μ’ ένα μαγικό τρόπο και με τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών η κατάσταση διατηρήθηκε ως αν να υπήρχε μια λογική συνέχεια. Με κόπο κι αίμα. Με κούραση κι εξουθένωση. Και με εκατοντάδες χιλιάδες παράπλευρες απώλειες.
Τότε, το 2015, με την ένταση να υπάρχει και τους πολίτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία να ψάχνουν εναλλακτικές, ανέτειλε το άστρο του Αλέξη Τσίπρα. Η κριτική μου απέναντί του διαχωρίζεται πάντοτε σε δύο περιόδους. Πριν από και μετά τον Αύγουστο του 2015. Όταν υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και γνώρισε τον ρεαλισμό και πριν που, μεταφορικά, «θώπευσε» εκατομμύρια συμπατριώτες μας.
Σήμερα, ο Αλέξης Τσίπρας, με σημαντική δική του προσωπική πολιτική παρακαταθήκη πλέον, στηρίζει στην πράξη την ενότητα των Ελλήνων, στεκόμενος στο πλάι του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ίδιο πράττει και η Φώφη Γεννηματά, ως αρχηγός του Κινήματος Αλλαγής. Το 80% των ψήφων του ελληνικού λαού στηρίζει στην πράξη τις επιλογές της Κυβέρνησης και του ίδιου του Πρωθυπουργού της χώρας. Κι αν βάλουμε από κοντά το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση, που παρά τις αντιρρήσεις τους επί της αρχής, επί της ουσίας δεν αντιτίθενται στις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη, μιλάμε για το 90% των ψήφων των Ελλήνων πολιτών.
Προσωπικά αμφιβάλλω αν θα είχαμε την ίδια στάση ως κοινωνία των πολιτών το 2015 (κι εκείνη την περίοδο γενικά). Αποτελεί πίστη μου ότι δεν θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τις επιταγές της σύνεσης και της αλληλεγγύης. Ότι το τυφλό μένος θα κέρδιζε την αξία της ίδιας της ζωής.
Σήμερα, υπάρχει η ανάγνωση της ωριμότητας, υπάρχει κι η ανάγνωση της παράδοσης. Υπάρχει η σκέψη ότι με ωριμότητα ενωμένοι αντιμετωπίζουμε τον αόρατο εχθρό. Υπάρχει ο δρόμος ότι απλά ακολουθούμε, παραδομένοι από τις ατυχίες της τελευταίας δεκαετίας, τη διεθνή πρακτική.
Η πράξη, όμως, είναι μια και απόλυτη αναγκαία. Θυσιάζουμε μέρος της ελευθερίας μας προς όφελος της ίδιας της ζωής. Για τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας. Για τους ανθρώπους μας που είναι σε ευπαθείς ομάδες. Αλλά, συγχωρείστε με, θεωρώ ότι τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας δεν τους σκεφτήκαμε όταν όλο το πολιτικό σύστημα σύσσωμο έκοβε τις συντάξεις τους.
Διότι η οριζόντια μείωση των συντάξεων ήταν η χυδαιότερη επιλογή που έγινε από όλες τις κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την πατρίδα μας από το 2010 έως και σήμερα. Ήταν και παραμένει μια βαθιά προσβλητική, ακραίως αντικοινωνική απόφαση, η οποία ήρθε να διορθώσει με ανάλγητο τρόπο αδικίες του παρελθόντος, στη μεγαλύτερη κρίση που έζησε δυτική χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο. Παρόλα αυτά, σήμερα το 2020, εξακολουθούν οι συντάξεις του παππού και της γιαγιάς να τρέφουν ολόκληρες οικογένειες.
Αν, λοιπόν, ο κορωνοϊός ενέσκηπτε το 2015 φοβάμαι ότι θα μας έβρισκε σε βαθύ διχασμό. Θα κέρδιζαν οι ακραίες φωνές, που και σήμερα υπάρχουν, αλλά δεν ακούγονται. Ή ακόμα ορθότερα, ακόμα ακούγονται, αλλά πλέον δεν υιοθετούνται
Σ’ αυτό το κλίμα αν διαχειριστεί την επόμενη ημέρα το πολιτικό μας σύστημα το 2020, όπως τη διαχειρίστηκε το 2015, τότε δεν θα έχουμε καμία ελπίδα. Οι αντιθέσεις θα γίνουν θεσμός και η απόσταση στον κοινωνικό ιστό της χώρας τεράστια.
Η επόμενη μέρα είναι η μεγάλη ευκαιρία μας για επανεκκίνηση. Επανεκκίνηση η οποία θα φέρει επανάσταση. Θετική. Ουσιαστική. Αν σήμερα με την πίεση του ιού μαθαίνουμε την αξία της τεχνολογίας και της πληροφορίας, ας μην λησμονήσουμε την ανάγκη της ποιότητας ζωής των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Κι αυτή θα περάσει μόνο από την υιοθέτηση ρηξικέλευθων και μοναδικών αποφάσεων. Ο κύβος ερρίφθη. Πολεμάμε για την ίδια τη ζωή αλλά πολεμάμε πλέον και για την ποιότητα της.