O κόσμος μας αλλάζει. Η τεχνολογία δημιουργεί νέες συνθήκες για όλους. Η Ασία πετάει. Οι ΗΠΑ, για πολιτικούς κυρίως λόγους, βρίσκονται σε αχαρτογράφητα νερά. Η Ευρώπη αγκομαχά ανάμεσα στη αδιαμφισβήτητη δημιουργία του παρελθόντος και την πραγματική ταλαιπωρία του παρόντος.
Η Ελλάδα σε αυτή την συγκυρία έρχεται να δημιουργήσει τη νέα της ταυτότητα ως χώρα και ως οντότητα. Μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς το παρόν ακολουθώντας την καθιερωμένη τροχιά της ευρωπαϊκής οικονομίας, με την κοινωνική συνοχή να δοκιμάζεται και την παράδοση και την ιστορία να λειτουργούν ως σταθερές αναφοράς, η χώρα καλείται να διαμορφώσει και να εδραιώσει τη δική της αυτόνομη αναπτυξιακή πορεία.
Στην αυτόνομη πορεία κι ενώ το ελληνικό σχέδιο στην πράξη αναζητείται ήρθε μια -θεωρητική – επανάσταση να δώσει μια ακόμα προοπτική. Η ψήφιση του νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (διότι περί αυτού πρόκειται στην πραγματικότητα), αν και με πολλούς αστερίσκους, ήταν για πολλούς η στιγμή που η Ελλάδα θα έκανε το μεγάλο άλμα στον 21ο αιώνα της εκπαίδευσης. Μια στιγμή που θα έβαζε τέλος στη (σχεδόν) μαζική “εξαγωγή” φοιτητών, θα έφερνε διεθνή ονόματα στην ελληνική επικράτεια και θα μας έβαζε στον χάρτη ως εκπαιδευτικό κόμβο. Για πολλούς θα μπορούσε να θέσει μια σημαντικότητα πηγή κρατικών εσόδων κι έναν από τους τομείς που η χώρα μας θα μπορούσε να μεγαλουργήσει. Με άλλα λόγια, η Εκπαίδευση, τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια, να αναδειχθεί σε θεμελιώδη πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και σε καταλύτη αναβάθμισης της χώρας.
Η Ελλάδα διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης αναπτυγμένης χώρας. Δίνει τη δυνατότητα στον σπουδαστή-φοιτητή να έχει όλη την πληροφορία του κόσμου. Διαθέτει εξαιρετικό κλίμα. Έχει μεγάλη ιστορία. Και σε ορισμένους τομείς (Φιλοσοφία, Ιατρική, Νομική, Μαθηματικά, Πολιτικές Επιστήμες) μπορεί να συνδυάσει την μαγεία της γνώσης του παρελθόντος με τις σύγχρονες τάσεις εκπαίδευσης και τις προοπτικές του μέλλοντος. Αφού, όμως συμβαίνουν όλα αυτά γιατί η πραγματικότητα των πρώτων αδειών είναι απογοητευτική; Είναι τα πρώτα βήματα που είναι δύσκολα ή αδυναμία διαχείρισης της νέας εκπαιδευτικής πραγματικότητας;
Στην πράξη αντί για τα ονόματα που θα έκαναν τη διαφορά, είδαμε προτάσεις μέτριες, χωρίς διεθνή αίγλη, με προσοχή στο περιτύλιγμα κι όχι στην ουσία και σίγουρα χωρίς εκείνο αίσθηση καταλυτικού εντυπωσιασμού που θα προσέλκυε ξένους φοιτητές και καθηγητές.
Σήμερα, τα ελληνικά ιδιωτικά πανεπιστήμια λειτουργούν ως κολλέγια που συνεργάζονται με ξένα ΑΕΙ. Αυτό, ουσιαστικά, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των προγραμμάτων σπουδών τους. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ουσιαστική συζήτηση για την ποιότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού, η οποία δεν αναμένεται να είναι αντίστοιχη με εκείνη του μητρικού ιδρύματος. Δυστυχώς, οι όροι διδασκαλίας στα κολλέγια παραμένουν ιδιαίτερα προβληματικοί, ενώ δεν έχουν ενθαρρύνει ούτε διευκολύνει την ερευνητική δραστηριότητα.
Για να απεγκλωβιστούν τα κολλέγια από το πλαίσιο του φορέα παροχής επαγγελματικής κατάρτισης και να εξελιχθούν σε πραγματικά πανεπιστήμια, με ερευνητική παραγωγή και ακαδημαϊκή διδασκαλία, απαιτούνται πολύ περισσότερα από απλή χρηματοδότηση.
Είναι, δε, σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα θα μπορέσει να δημιουργήσει ιατρική σχολή ανώτερη από αυτή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), το οποίο διαθέτει 600 καθηγητές και πέντε μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία.
Σε πρώτη φάση σίγουρα δεν φταίνε μόνο οι ενδιαφερόμενοι, φταίει και το πλαίσιο. Ασαφές, με αργές διαδικασίες, γραφειοκρατία, και – το χειρότερο – την αίσθηση ότι εδώ η υποδοχή για ξένες επενδύσεις στην εκπαίδευση είναι χλιαρή.
Η ιδανική αρχή θα ήταν άλλη: ένα απλό, σταθερό, διεθνώς αναγνωρίσιμο ρυθμιστικό πλαίσιο, συμφωνίες με κορυφαία πανεπιστήμια πριν καν περάσει ο νόμος, στρατηγικό σχέδιο συνεργασίας δημόσιου–ιδιωτικού τομέα και μια επιθετική διεθνής καμπάνια που θα τόνιζε ότι : “Η Ελλάδα ανοίγει τις πόρτες της στην κορυφή της παγκόσμιας γνώσης.”
Το τέλειο αποτέλεσμα; Η Ελλάδα ως εκπαιδευτικός κόμβος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με φοιτητές από κάθε ήπειρο, με νέα ερευνητικά κέντρα που συνεργάζονται με ελληνικά ΑΕΙ, με τεχνολογικά πάρκα γύρω από τις πανεπιστημιουπόλεις. Αυτό το κάνουν η Κύπρος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ακόμη και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που ξεκίνησαν από χαμηλότερη βάση.
Και ας μην ξεχνάμε την τεχνολογία. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που διδάσκουμε και μαθαίνουμε. Η Ελλάδα θα μπορούσε να πρωτοπορήσει, να ενσωματώσει την τεχνητή νοημοσύνη στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, να φτιάξει προγράμματα συνδυαστικής μάθησης που να γίνουν πρότυπο.
Μια αντικειμενικά καλή ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα εκτοξεύσει την ήδη εξαιρετική δημόσια εκπαίδευση που έχουμε σε επίπεδο μάθησης και διδακτικού προσωπικού. Θα συμβάλει ώστε τα προγράμματα σπουδών και της δημόσιας εκπαίδευσης να εκσυγχρονιστούν, Και θα δώσει ένα κίνητρο επαναστατικής αντίληψης στην υλικοτεχνική υποδοχή των πανεπιστημίων τουλάχιστον των αστικών περιοχών που σήμερα παραμένει χρονικά στάσιμη και αισθητικά αποκρουστική. Με εξαιρετικά απλά λόγια: αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δουλέψουν στοιχειωδώς καλά στην Ελλάδα θα συμβάλλουν στην πρόοδο και την ανάπτυξη των δημοσίων πανεπιστημίων.
Αντ’ αυτού χάσαμε την πρώτη εντύπωση. Κι αυτό, στη σημερινή εποχή όπου ο ανταγωνισμός είναι παγκόσμιος και η πρόοδος καλπάζει, κοστίζει. Το ερώτημα είναι: θα τολμήσουμε τις αλλαγές που χρειάζονται ή θα μείνουμε με την ελπίδα ότι “κάποια στιγμή” θα έρθουν “οι μεγάλοι παίκτες”;