Σε μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο βρήκα περίπου 50 άρθρα υπό τον τίτλο ‘’Οι δύο Ελλάδες”, γραμμένα από την κρίση του 2010 και μετά. Τα περισσότερα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα. Σχεδόν όλα μιλούσαν για την Ελλάδα της ανάπτυξης έναντι της Ελλάδας της συντήρησης, για την Ελλάδα του λαϊκισμού έναντι της Ελλάδας της προόδου, για την Ελλάδα της εγκληματικότητας έναντι της Ελλάδας της ασφάλειας. Λίγα μιλούσαν για την Ελλάδα του εσωτερικού έναντι της Ελλάδας του εξωτερικού. Ίσως επειδή δεν υπήρχε Ελλάδα του εξωτερικού, αλλά Έλληνες του εξωτερικού.
Σήμερα υπάρχει μια «Ελλάδα του εξωτερικού». Κι η πραγματικότητα είναι ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μέχρι πριν από λίγους μήνες η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό ήταν υποδειγματική. Ακόμα και σήμερα, και παρόλο που έχουν γραφτεί το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το θέμα των επισυνδέσεων και τη διαχείριση του μεταναστευτικού πολλά αρνητικά άρθρα, το ισοζύγιο είναι θετικό.
Εργασία εταιρείας δημοσίων σχέσεων σχετικά με την παρακολούθηση της αρθρογραφίας του Αυγούστου στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ έδειξε ότι οι αναγνώστες προτιμούσαν να διαβάσουν άρθρα για την Ελλάδα ως ταξιδιωτικό προορισμό, για τις διασημότητες ή τα δημόσια πρόσωπα που την είχαν επισκεφθεί, για την ιστορία της και τον πολιτισμό της παρά άρθρα για το θέμα των επισυνδέσεων. Η ίδια έρευνα έδειξε ότι κατά το μήνα Αύγουστο μόνο το 11% των άρθρων που δημοσιεύτηκαν στη Μεγάλη Βρετανία κι αφορούσαν στην Ελλάδα σχετιζόταν με τις επισυνδέσεις ενώ στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 13%. Συνεπώς, η Ελλάδα έχει ακόμα πλεόνασμα θετικής δημοσιότητας.
Αποκορύφωμα θετικής δημοσιότητας στο εξωτερικό αποτελεί για μένα το άρθρο γνώμης του Ruchir Sharma στους Financial Times πριν από λίγες μέρες. Με τίτλο ”Τα επτά οικονομικά θαύματα ενός ανήσυχου κόσμου” η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως ένα από αυτά. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων στο άρθρο:
”Η Ελλάδα παίρνει ώθηση από την αναζωογόνηση των ξένων επενδύσεων – και από τον τουρισμό, τον οποίο ο κορωνοϊός είχε μειώσει από το 20% στο 15% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Λιγότερο από το 10% των τραπεζικών δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα, από 50% κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τώρα που η ανάπτυξη ξεπερνά το 4%, με τον πληθωρισμό να μειώνεται γρήγορα, η Ελλάδα απολαμβάνει μια από τις πιο υγιείς ανακάμψεις της περιοχής”.
Συμφωνούμε ή διαφωνούμε, την εικόνα αυτή οφείλουμε όλοι, από όποιο μετερίζι κι να βρισκόμαστε, να την προστατεύσουμε. Σε σχεδόν απόλυτο βαθμό. Διότι η Ελλάδα τράβηξε πολλά και είναι ζήτημα επιβίωσης στην εποχή της ταχύτατης πληροφορίας και της πολλαπλών μέσων εικόνας να διατηρήσει το θετικό πρόσημο.
Ο κίνδυνος ωστόσο, όσον αφορά στην Κυβέρνηση, είναι να πιστέψει ότι αυτή η εικόνα είναι η πραγματικότητα. Όχι μόνο επειδή η πραγματικότητα αντιστέκεται αλλά επειδή είναι σκληρή. Την ίδια μέρα με το άρθρο στους Financial Times διαβάσαμεστο βαρόμετρο της Public Issueότι σήμερα “7 στα 10 ελληνικά νοικοκυριά (69%) δυσκολεύονται να πληρώσουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, σχεδόν 6 στα 10 (58%) το Super Market ή τα τρόφιμα του σπιτιού, καθώς και τη βενζίνη τους (56%)”. Από την ίδια εταιρεία διαβάζουμε ότι “1 στα 3 (32%) νοικοκυριά χρησιμοποίησε πέρσι τον χειμώνα πετρέλαιο ως μέσο θέρμανσης, 1 στα 4 (23%) φυσικό αέριο, ενώ το 28% θερμάθηκε με ηλεκτρικά μέσα. Το 11% χρησιμοποίησε τζάκι ή ξυλόσομπα”, ενώ ένα ποσοστό 4% δεν χρησιμοποίησε καν θέρμανση.
Η σκληρή αυτή πραγματικότητα πρέπει να αποτελεί τον πραγματικό οδηγό της Κυβέρνησης και του συνόλου του πολιτικού κόσμου. Κατανοώ ότι είναι δύσκολο, διότι τα κόμματα θέλουν να κερδίσουν την εξουσία, αλλά εμείς εδώ και καιρό χάσαμε την πολυτέλεια της πολιτικής τυφλής διαφωνίας.
Δεν υπάρχουν θέσφατα, αλλά δεν πρέπει να υπάρχουν και μίζερες στρογγυλοποιήσεις. Δεν υπάρχουν τέλειες ιδέες, όπως δεν υπάρχουν και απολύτως ανόητες. Υπάρχουν καθαρές θέσεις και δημιουργικές ισορροπίες. Υπάρχουν ιδεολογικές αφετηρίες που πρέπει να βρουν κοινούς κυβερνητικούς τερματισμούς.
Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα προτού μπούμε στην τελική ευθεία των εθνικών εκλογών. Διαφορετικά κινδυνεύουν άμεσα οι δύο Ελλάδες να περιγράφονται ως η «Ελλάδα της Εικόνας» έναντι της «Ελλάδας της Πραγματικότητας».