Τους τελευταίους μήνες η μία εξέλιξη δείχνει να διαδέχεται την άλλη με γοργούς ρυθμούς. Και στο πλαίσιο μιας νέας σύγχρονης κανονικότητας σχεδόν όλες συνοδεύονται από μια κάποιας μορφής πολιτική κρίση. Το νόμο για τους γάμους των ομόφυλων ζευγαριών ακολούθησε ένα διάστημα αντιπαράθεσης για τα μη-κρατικά, μη-κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Παράλληλα με τα δύο αυτά ζητήματα προέκυψε και η κάθοδος των αγροτών στην πρωτεύουσα, την ίδια στιγμή που ταραχές με τους αγρότες ξεσπούσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Λίγο αργότερα η χώρα μας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, την ώρα που μέσα σε διάστημα 4 ημερών εκκινήσαμε και… “ολοκληρώσαμε” δεύτερο γύρο εκλογών στο ΣΥΡΙΖΑ. Ύστερα, ακολούθησε ένα γύρος αποκαλύψεων για το δυστύχημα των Τεμπών, οι οποίες δεν ήταν αποκαλύψεις σύμφωνα με την κυβέρνηση αλλά σίγουρα οδήγησαν σε μία πρόταση δυσπιστίας κι αποτέλεσαν τον καταλύτη για την παραίτηση δύο υπουργών-κομβικών στελεχών του Μεγάρου Μαξίμου. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία σε διάστημα ολίγων ημερών, επιτυγχάνοντας πριν ξεκινήσει τη θητεία του να επαναφέρει το κόμμα του στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων, ξυπνώντας και το ΠΑΣΟΚ που εγκαινίασε έναν κύκλο πιο επιθετικής αντιπολίτευσης η οποία μένει να φανεί τι στοιχεία θα λάβει και πώς θα εξελιχθεί.
Αν όλος αυτός ο πρόλογος μοιάζει εκτεταμένος και αχρείαστος, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι όλα τα παραπάνω έχουν συμβεί σε ένα διάστημα λίγο μικρότερο των τριών μηνών. Και όλα προηγήθηκαν μίας πραγματικά απίστευτης τραγωδίας με τη δολοφονία της 28χρονης στους Αγίους Αναργύρους.
Αν εστιάσουμε στον όγκο των εξελίξεων σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, το να μιλάμε για τα ποσοστά των κομμάτων στις επόμενες Ευρωεκλογές μοιάζει κάπως υπερφίαλο. Το αν θα πάρει η Νέα Δημοκρατία κάτω από 30%, το αν ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ θα καταγράψει υψηλότερα ποσοστά κ.ο.κ., μοιάζει πράγματι μία μικρή συζήτηση που δε μας πρέπει, όταν έχουμε τόσα σημαντικά ζητήματα να λύσουμε. Δε θα έπρεπε, όμως, να μοιάζει υπερφίαλη. Διότι όλα τα παραπάνω αποτελούν σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Το ότι τέτοιες συζητήσεις μοιάζουν υπερφίαλες δεν είναι δείγμα του ότι τα ζητήματα αυτά δεν είναι και πολιτικά, αλλά της έκπτωσης της πολιτικής ζωής σε τέτοιο βαθμό στα μάτια των πολιτών, που οι πολίτες ουσιαστικά παραδέχονται ότι η πολιτική απέχει πολύ μακριά από το να δώσει λύση στα σημαντικά….. όταν η δουλειά της είναι αυτή ακριβώς: να δώσει λύση στα σημαντικά.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, αντιστέκεται, και η πολιτική καλείται να δώσει λύσεις και μάλιστα επιτακτικά. Σύμφωνα με τον BCW Influence Index, κανένας Έλληνας Ευρωβουλευτής δεν είναι στις 100 πρώτες θέσεις με τη μεγαλύτερη επιρροή, ενώ η χώρα μας βρίσκεται στην 24η θέση μεταξύ των 27 ως προς την αποτελεσματικότητα των βουλευτών της. Το στοιχείο αυτό έρχεται να υπογραμμίσει ένα ακόμα επίπεδο της αναποτελεσματικότητας του πολιτικού μας συστήματος, κυρίως ωστόσο το διακύβευμα των επόμενων εκλογών, τις οποίες πολιτικοί και πολίτες δείχνουμε να αντιμετωπίζουμε ως τα… προεόρτια των επομένων εθνικών εκλογών.
Η συζήτηση, συνεπώς, για τις επόμενες εκλογές πρέπει να είναι διττή: αφενός, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των Ευρωπαϊκών Εκλογών και πώς θα καθορίσει αυτό τους εσωτερικούς συσχετισμούς στο ουσιαστικό τους επίπεδο, δηλαδή στα μηνύματα για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Αφετέρου και κυριότερα, όμως, ποιοι θα είναι οι άνθρωποι που θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ποιες είναι οι απαιτήσεις που έχουμε εμείς από αυτούς. Διότι σκοπός των εκλογών θα έπρεπε να είναι αυτός και μόνο αυτός, εμείς, ωστόσο, έχουμε επιτύχει να συζητούμε για όλα τα υπόλοιπα πέραν του αντικειμενικού ζητουμένου των εκλογών.
Αν δε συνομιλούμε για τα πρακτικά ζητήματα και τη βέλτιστη επίλυσή τους αλλά για το ποιος πολιτικός καπέλωσε ποιον και τι ποσοστά θα πάρει ένα κόμμα σε τρεις μήνες από σήμερα δεν κάνουμε πολιτική, αλλά πολιτικό κουτσομπολιό. Και το να κάνουμε πολιτικό κουτσομπολιό την ώρα που οι αδυναμίες του συστήματος κοστίζουν ζωές σε πολλαπλά επεισόδια εντός ενός ημερολογιακού έτους παύει να αποτελεί σύμπτωμα μίας κοινωνίας που προσπαθεί να ανακάμψει, και αρχίζει να δηλώνει τα αποτελέσματα μίας διαρκούς διαδικασίας παρακμής η οποία είναι εν εξελίξει τώρα και για εκτεταμένο χρονικό διάστημα.