Με τα τελικά αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ πολλοί διατύπωσαν τη θέση τους για τον πραγματικό νικητή της διαδικασίας. Από ένα σημείο και μετά πρόκειται για μία παραπλανητική συζήτηση.
Υπήρχε ένα πρακτικό ζητούμενο και έχουμε ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα: ο Νίκος Ανδρουλάκης αναδείχθηκε νικητής της εσωκομματικής διαδικασίας του ΠΑΣΟΚ. Μπορούμε να συζητήσουμε για τις προεκτάσεις και συνέπειες της διαδικασίας και του αποτελέσματος καθώς και για το τι μέλλει γενέσθαι, αλλά το να απασχολούμαστε πολύ παραπάνω με τον «πραγματικό νικητή των εκλογών» συνιστά από ένα σημείο και μετά δείγμα μεγάλης παρακμής της συλλογικής μας νοοτροπίας.
Ο κύριος Ανδρουλάκης πέτυχε μία σημαντική νίκη εξασφαλίζοντας μία δεύτερη ευκαιρία σε προσωπικό επίπεδο. Βρίσκει, ωστόσο, τον εαυτό του σε μία νέα, σημαντικά διαφοροποιημένη συνθήκη, σε σχέση με ό,τι είχε να διαχειριστεί προ εσωκομματικών εκλογών.
Η εξέλιξη της εσωκομματικής διαδικασίας του ΠΑΣΟΚ με όρους υγειούς δημοκρατικού πολιτισμού, και μάλιστα κατά αντιπαράθεση προς την εικόνα κλιμακώμενης παρακμής του ΣΥΡΙΖΑ, αφενός γέννησε την ελπίδα μίας εναλλακτικής στα κεντροαριστερά της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αφετέρου ανέδειξε ότι έχει στελέχη που μπορούν να προσφέρουν. Ως προς αυτό το κομμάτι, μεγάλος νικητής υπήρξε πράγματι ο κ. Γερουλάνος, αλλά και η κ. Διαμαντοπούλου σε δεύτερο επίπεδο.
Είναι επίσης αλήθεια, ωστόσο, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κέρδισε τα μέγιστα και έδειξε ότι έχει ακόμα μεγάλο δρόμο να διασχίσει. Ο κ. Ανδρουλάκης αναδείχθηκε μεν νικητής της διαδικασίας, εξακολουθεί όμως να παρουσιάζει έλλειμμα επικοινωνιακής επιδεξιότητας και αποτελεσματικότητας. Το έλλειμμα αυτό το επέδειξε και σε αυτές τις εκλογές, με τον κ. Γερουλάνο και την κ. Διαμαντοπούλου να έχουν να επιδείξουν μία ορθολογικότερη εκλογική καμπάνια.
Δεύτερον, ο κ. Δούκας, προβλημάτισε σημαντικά στα πλαίσια της διαδικασίας των εκλογών. Ο κ. Δούκας φάνηκε να προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την πρόσφατη νίκη του στο Δήμο Αθηναίων, εμφανίστηκε όμως κατώτερος των περιστάσεων, μετριάζοντας το κύμα ανόδου που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Συμπληρωματικά, μάλιστα, με το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα να επιδείξει σημαντικό έργο σε έναν Δήμο που μπορεί να αναδείξει ή να γκρεμίσει βιογραφικά, πολλαπλασίασε το ήδη μεγάλο βάρος που έχει να επωμιστεί ως δήμαρχος Αθηναίων.
Τρίτον, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να μην μπορεί να πείσει στην κλίμακα που θεωρείται ότι θα έπρεπε ήδη να έχει πείσει. Και μάλιστα μεταξύ των νέων. Αν και το «παλιό» ΠΑΣΟΚ αποτελεί ένα είδος αστικού μύθου μεταξύ των νέων, και ενώ αφενός ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αφετέρου η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει δημοσκοπικές δυσκολίες, εντούτοις το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη δεξαμενή ούτε κεντρώων ούτε αριστερών ψηφοφόρων.
Ο κ. Ανδρουλάκης κατάφερε να πείσει ότι πρέπει να κριθεί για την άνοδο των ποσοστών και όχι για τη μη-μεγαλύτερη άνοδό τους, πρακτικά ωστόσο δε θα έχει πλέον άλλη ευκαιρία για να πείσει για το αντίθετο.
Και εδώ εντοπίζεται το μεγάλο διακύβευμα, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό στη μεριά του ΠΑΣΟΚ και ιδίως του κ. Ανδρουλάκη: Το ΠΑΣΟΚ έχει 2 χρόνια για να πείσει ότι συνιστά τη σοβαρή εναλλακτική κυβερνητική επιλογή. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρόνος είναι ελάχιστος, και η δουλειά που η ηγεσία του έχει να ρίξει είναι σημαντική.
Ο κ. Ανδρουλάκης καλείται να εκμεταλλευτεί όλα τα στελέχη που μπορούν να προσφέρουν, να επιδείξει έργο και σημαντική ουσιαστική αντιπολίτευση, να συγκροτήσει και να επικοινωνήσει ένα άλλο παράδειγμα διακυβέρνησης, στο βαθμό μάλιστα που να χτίσει ένα είδος «σκιώδους κυβέρνησης», δηλαδή ένα σύστημα ανθρώπων που να μπορεί άμεσα και με σχέδιο -αν κληθεί αύριο- να κυβερνήσει.
Τίποτα λιγότερο δεν είναι αρκετό για να αξιοποιήσει το ΠΑΣΟΚ αυτό το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε και του ανοίχτηκε. Να θυμίσουμε ότι 6 μήνες πριν, μετά από ένα ακόμα επεισοδιακό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ έμοιαζε να χάνει μία τεράστια ευκαιρία, με τον κ. Ανδρουλάκη και τα υπόλοιπα στελέχη να κινητοποιούνται τότε για να σώσουν την παρτίδα. Η παρτίδα μοιάζει να σώθηκε, αλλά σε μεγάλο βαθμό λόγω της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν το ΠΑΣΟΚ δεν πείσει ούτε τώρα, τότε η ελληνική πολιτική σκηνή θα συνεχίσει να έχει πρόβλημα: θα είμαστε σε μία κατάσταση στην οποία κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα της κεντροαριστεράς δεν θα μπορεί να πείσει με αυτοπεποίθηση ότι αποτελεί αξιόπιστη κυβερνητική επιλογή με συγκεκριμένη κατεύθυνση και σχέδιο.
Ο κίνδυνος υπάρχει, και τον βιώνουμε σε καθημερινή βάση. Είναι κι ο βασικός λόγος που απουσιάζει στη συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων αυτού του κειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι στην πράξη εδώ και καιρό έχει παύσει να αποτελεί εναλλακτική λύση εξουσίας και οι αναλύσεις για το άλλοτε κραταιό κόμμα που κυβέρνησε επικαλούμενο την Αριστερά δεν μπορούν να αφορούν στην πολιτική αλλά περισσότερο σε μια κριτική θεατρικής παράστασης.
Αν, λοιπόν, η Κεντροαριστερά δεν μπορέσει να βρει εκφραστή και να αποτελέσει εναλλακτικό πόλο εξουσίας τότε πρέπει να αναρωτηθούμε ποια θα είναι η δύναμη που θα μπορέσει να συμπληρώσει αυτό το κενό.